- χρίω
- ΝΜΑ, και χρίζω Ν1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α. «ο πάπας Πίος Ζ' έχρισε αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα» β. «χρίσεις αὐτὸν εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν μου», ΠΔ)4. καλύπτω με ασβεστοκονίαμα, σοβαντίζωνεοελλ.1. αλείφω με ασβέστη, ασπρίζω («το καλοκαίρι θα χρίσουμε τη μάντρα τής αυλής»)2. παθ. χρίομαιλερώνομαι3. μτφ. δίνω το χρίσμα, ανακηρύσσω, αναγνωρίζω επίσημα, αναγορεύω (α. «τόν έχρισαν αρχηγό» β. «θα χριστεί υποψήφιος τού κόμματος για τις επόμενες προεδρικές εκλογές»)αρχ.1. (κυρίως σχετικά με το ανθρώπινο σώμα) αγγίζω ελαφρά2. (για έντομο) τσιμπώ, κεντώ, τρυπώ ελαφρά την επιδερμίδα3. μέσ. α) αλείφομαιβ) (με αιτ. πράγματος) αλείφω κάτι προτού τό χρησιμοποιήσω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. χρῑω (< *χρισ-ω ή *χρῑσ-jω) πρέπει να έχει προέλθει από ένα θ. χρῑσ- (πρβλ. χρῖσ-μα, χρισ-τός) με δυσερμήνευτο χαρακτήρα -σ-, τού οποίου, όμως, η αρχαιότητα δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί (πρβλ. και πρίω), αφού και το μυκην. kirita= χριστά δεν εμφανίζει -σ-, ενώ ο αμφβλ. τ. kirisewe, πιθ. ονομ. επαγγέλματος, ίσως να μην ανήκει σε αυτήν τηv οικογένεια. Το ρ. χρίω φαίνεται ότι συνδέεται με τα χραύω (πρβλ. και τα ζεύγη χνίω: χναύω, ψίω: ψαύω) και χραίνω. Κατά μία άποψη, που ωστόσο παραμένει ανεπιβεβαίωτη, οι τ. ανάγονται σε μια γενική μορφή ρίζας *gher- «τρίβω με δύναμη» (βλ. και λ. χραύω). Εξάλλου, οι συνδέσεις με τα ομόρριζα λιθουαν. gr(i)eju, griẽti «βγάζω το λίπος από το γάλα, διώχνω, κυνηγώ» και τους γερμ. τ. grĩma «μάσκα, κράνος, φάντασμα» και grēme «βρόμα» προσκρούουν σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, δεν θεωρείται ικανοποιητική η σύνδεση τού ρ. χρίω με τους δυσερμήνευτους νεοφρυγ. τ. μτχ. γεγρειμεναν και γεγρειμενον].
Dictionary of Greek. 2013.